Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

ποίημα μονγκολειδές

MONGOLOIDής κατάσταση, υπαριθμόν 1

Θα ’θελα να είναι συνεχώς Σάββατο.
Ένα από αυτά τα καυτά, καλοκαιρινά Σάββατα.
Έλα, μωρέ, δεγαμείς… ας είναι και χινοπωρινό Σάββατο.
Να έχει έξω μια συννεφΧιά, κι εγώ τιζ γρίλιες κατεβαζμένες στο δωμάτΧιό μου.
Να μη βρέχει. Αλλά σύννεφα να έχει.
Άντε, καλά. Ας ψιχαλίσει. Αλλά για λίγο, ε;
Σ’ αυτό το συνεχές Σάββατο θα ζω.
Δεν θα σηκώνομαι από το κρεβάτι, παρά μόνο για να πάω στο μπάνιο.
Δίπλα στο κρεβάτι μου, θα έχω πίτσες μισοφαγωμένες. Αλλά όχι με ζαμπόνια. Να μου λείπουν τα ζαμπόν.
Πίτσα Ρόμα, που έχω συνηθίσει και τη γεύση της.

Σ’ ένα τέτΧοιο συνεχές Σάββατο θέλω να ζω.
Δεμπανάναι εις το διηκενές Σάββατο; Ακόμα καλύτερα. Ας είναι και στο επέκεινα. Κι ακόμα παραπέρα.
Σάββατο να ’ναι, μωρέ, κι ας είναι ό,τι να ’ναι. Όχι. Γράψε λάθος. Όχι ό,τι να ’ναι Σαββάτο.
Θέλω το Μέγκα να παίζει μια από αυτές τιζ ταινίες που βάζει το απομεσήμερο του Σαββάτου. Όπως-και-δήποτε.
Με μαύρους. Που θα χασκογελάνε με λευκά σαν όνειρο δόντΓια. Πού τα βρίσκουν τόσο γερά δόντΓια οι θεόμαυροι;
Ω, δεν έχει σημασία. Δεν έχουν σημασία τα δόντΓια των μαύρων, που παίζουν στιζ μεσημερΓιανές ταινίες τού Μέγκα.
Θέλω -απαιτώ- αυτή η σαββατΧιάτικη ταινία να έχει και γυναικάκια, πολλά γυναικάκια, χαμογελαστά και πρόθυμα, ηρωικά και γενναία, δΓιαθέσιμα, που να μην χαλάνε χατίρι σε κανένα σερνικό. Γκόμενες από γυαλί, με έιτις περμανάντ. Έιτις κουπ. Σαν τη φωτόου. Που τους πληγώνουν τα αμόρε τους. Και κλαίνε γοερά· όχι πάντως με άσπρο δάκρυ. Με δάκρυ στο χρώμα τήζ μάσκαρας. Της έιτις μάσκαρας. Να έχουν και πιτσάδες οι ταινίες. Που παραδίδουν τις πίτσες σε επαύλεις χολιγουντΓιανές, με πισίνες και όλα τα σέα. Όχι «και τα μέα». Αυτό με χαλάει. Μου φτάνουν τα σέα. Και τα μέα είναι πλεοναζμός. Είναι πλεονεξία. Είναι μωροφιλοδοξία.
ΤέτΧοιες ταινία, (κσες τώρα, μωρέ) σαββατΧιανές, να απολαμβάνω κλινήρης, γεμάτες γκροτέσκα αστεία, και να χαχανίζω μόνοζ μου, μες στη σαββατΧιάκη ραστωνιά.
Απερίγραπτη φάση. Μονγκολοειδής κατάσταση.